ἄπλυτοι

ἄπλυτοι
ἄπλυτος
unwashen
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανιπτόπους — ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, ουν) αυτός που έχει άπλυτα πόδια (νεοελλ. μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι …   Dictionary of Greek

  • βαρβατίλα — η 1.η βαρβατιά. 2. η χαρακτηριστική κακοσμία που προέρχεται από ζώα που βρίσκονται σε περίοδο γενετήσιου οργασμού, μτφ. και για άντρες: Ήταν όλοι άπλυτοι και μύριζε ο στρατώνας από βαρβατίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”